-
1 περιπλοκή
[пэриплоки] ουσ. 9. вплетание, эапутывние, усложнение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιπλοκή
-
2 осложнение
-
3 осложнение
-я ουδ.περιπλοκή• επιπλοκή• μπλέξιμο σύγχυση• δυσκόλεψη•осложнение положения περιπλοκή της κατάστασης•
осложнение после гриппа η επιπλοκή μετά τη γρίπη.
-
4 переплёт
-а α.1. βιβλιοδέτηση, -σία.2. επικάλυμμα•кожанный переплёт δερμάτινο επικάλυμμα βιβλίου.
3. σιδεριά, δικτυωτό περίπλεγμα.4. μτφ. μπέρδεμα, περιπλοκή• κατάσταση περίπλοκη.εκφρ.брать (взять) в переплёт – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά. -
5 усложнение
-я ουδ.περιπλοκή, μπλέξιμο, μπέρδεμα•усложнение дела περιπλοκή της υπόθεσης.
-
6 запутанность
η περιπλοκή, το μπέρδεμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запутанность
-
7 осложнение
η περιπλοκή, η επιπλοκή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осложнение
-
8 усложнение
η περιπλοκή, το δυσκόλεμα, η δυσχέρανση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усложнение
-
9 запутанность
запу́танн||остьж τό μπέρδεμα / ἡ περιπλοκή (сложность). -
10 осложнение
осложнениес прям., перен ἡ περιπλοκή, ἡ μπερδεψιά, ἡ ἐπιπλοκή. -
11 сложиость
сложиост||ьж ἡ περιπλοκή, τό πολυ-σύνθετο[ν], τό πολύπλοκο[ν]· ◊ в общей \сложиостьи συνολικά, ἐν συνόλω. -
12 сложность
[σλόζναστ"] ουσ. θ. περιπλοκή, πολυσύνθετο -
13 сложность
[σλόζναστ"] ουσ θ περιπλοκή, πολυσύνθετο -
14 дебри
-ей πλθ. (ενκ. παλ. дебрь, -и θ.).,1. λόγγος, λογγιά• λόχμες. || απόκεντρο μέρος.2. μτφ. περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων, λαβύρινθος, κυκεώνας. -
15 запутанность
-и θ.1. ανακάτωμα, μπέρδεμα, περιπλοκή.2. μτφ. σύγχυση. || το συγκεχυμένο, το σκοτεινό. -
16 обвязка
-и θ.1. περίδεση.2. περιπλοκή, πλέξιμο ολόγυρα.3. παλ. επίδεσμος.4. το περίπλεκτο.5. (οικοδ.) πλαίσιο συνδετικό. -
17 осложнить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осложнённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.περιπλέκω, μπερδεύω, μπλέκω συγχέω δυσκολεύω•осложнить положение περι,πλέκω την κατάσταση•
осложнить жизнь δυσκολεύω τη ζωή.
περιπλέκομαι•дело -лось η υπόθεση περιπλέχτηκε.
|| (για ασθένεια) χειροτερεύω, παθαίνω περιπλοκή (επιπλοκή). -
18 положение
-я ουδ.1. θέση•географическое положение η γεωγραφική θέση•
положение луны при затемнении солнца η θέ.ση του φεγγαριού κατά την έκλειψη του ήλιου.
|| διάταξη•положение пальцев при игре в гитаре η θέση των δάχτυ,λων στο παίξιμο της κιθάρας.
|| στάση•заснул он в сидячем -и αποκοιμήθηκε καθιστός•
положение корпуса при метании копья η στάση του σώματος κατά τη ρίψη του ακοντίου.
|| κατάταξη•его социальное положение неплохое η κοινωνική του θέση δεν είναι και άσχημη.
|| πόζα.2. κατάσταση• περίσταση•положение дел η κατάσταση πραγμάτων•
находиться в затруднительном -и βρίσκομαι σε δυσχερή θέση•
перейти на нелегальное положение περνώ σε κατάσταση παρανομίας•
безнаджное положение больного απελπιστική κατάσταση του άρρωστου•
сложное положение вещей περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων•
се-миное положение οικογενειακή κατάσταση•
международное положение η διεθνής κατάσταση•
осадное положение η κατάσταση πολιορκίας•
чрезвычайное положение в стране έκτακτη κατάσταση στη χώρα•
безвыходное, положение το αδιέξοδο.
3. κανονισμός• κώδικας•положение о выборах ο κώδικας εκλογών.
4. άποψη αποκρυσταλλωμένη, απαρέγκλιτη•-я диалектического материализма θέσεις του διαλεκτικού υλισμού.
εκφρ.хозяин ή господин -я – κυρίαρχος•в интересном -и – σε ενδιαφέρουσα κατάσταση (για έγκυα). -
19 сплетение
-я ουδ.1. ένωση• διασταύρωση•сплетение путей διασταύρωση των οδών.
2. περιτύλιξη, περιπλοκή. || μτφ. συνδυασμός. -
20 узел
узел 1узла α.1. κόμπος•завязать -ом δένωμε κόμπο•
завязать узел δένω κόμπο•
развязать узел λύνω τον κόμπο.
|| μτφ. περιπλοκή•узел противоречий κόμπος αντιθέσεων.
2. σημείο διασταύρωσης συγκοινωνιακών δρόμων•железнодорожный узел σιδηροδρομικός κόμπος•
узел связи το κέντρο διαβιβάσεων.
3. τα γάγγλια•лимфатический узел τα λεμφογάγγλια•
нервный узел εγκεφαλονωτιαία γάγγλια.
|| εξόγκωμα, οίδημα.4. βοτ. ρόζος, κόμπος• γόνατο.5. ξεχωριστότμήμα μηχανής.6. δέμα, μπόγος. || φιόγγος.7. κότσος (μαλλιών).εκφρ.морской узел – ναυτικός κόμπος (δεσίματος): завязать (связать) узелом ή в узел υποτάσσω, δαμάζω, τιθασεύω (κάνωαρνάκι, υποχείριο).узел 2узла α.κόμπος (ωριαία ταχύτητα ενός μιλλίου).
См. также в других словарях:
περιπλοκῇ — περιπλοκή twining round fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλοκή — twining round fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλοκή — η, ΝΜΑ [περιπλέκω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.) 2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ… … Dictionary of Greek
περιπλοκή — η μπλέξιμο, μπέρδεμα, σύγχυση, δυσχέρεια: Περιπλοκή της υπόθεσης, της πολιτικής κατάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπλοκαῖς — περιπλοκή twining round fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλοκαί — περιπλοκή twining round fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλοκῆς — περιπλοκή twining round fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλοκήν — περιπλοκή twining round fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλοκῶν — περιπλοκή twining round fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek